- χαραγμός
- χαραγ-μός, ὁ,A incision, notch, Thphr.HP3.11.3, 3.13.5.II stamped document, PRyl.160 (a).10 (i A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαραγμός — ὁ, Α [χαράσσω] 1. η ενέργεια τού χαράσσω, εγκοπή, χάραγμα 2. σφραγισμένο έγγραφο … Dictionary of Greek
χαραγμόν — χαραγμός incision masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… … Dictionary of Greek